σμαράγδου

σμαράγδου
σμάραγδος
emerald
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. (ορυκτ.) πράσινο ινώδες ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων, το οποίο σχηματίζεται συνήθως κατά την εξαλλοίωση τού διαλλαγούς αρχ. αυτός που ανήκει στο είδος τού σμαράγδου ή αυτός που έχει το χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδοπράσινος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει το βαθύ πράσινο χρώμα τού σμαράγδου 2. το ουδ. ως ουσ. το σμαραγδοπράσινο το βαθύ πράσινο χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + πράσινος] …   Dictionary of Greek

  • анфраксъ — АНФРАКС|Ъ (3*), А с. ἄνϑραξ Драгоценный камень, рубин: •а҃• же стихъ се имѩше сардонихъ, и топази˫а, измарагда. •в҃• же анфракса, аспиди, самфоуро. •г҃• же лігоуриѡнъ, амѣфоустонъ, ахатинь. (ἄνϑρακα) ΓΑ XIII XIV, 27б; ѥдиному источнику сто˫ащю. в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • POLYCRATES — I. POLYCRATES Olymp. 62. Sami Tyrannus, opibus et felicitate apud historicos inclitus, qui, quoad vixit, non tam fortunae alumnus dici potuit, quam partus. Nam aliquando, ut aliquid infortunii habuisse videretur, annulum proiecit, in mare, quem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περισιαλώ — όω, Α διακοσμώ, κεντώ κάτι ολόγυρα («ἐποίησαν τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου περισεσιαλωμένους χρυσίῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σιαλῶ «στιλβώνω, κάνω κάτι να λάμπει» (πρβλ. Ησύχ. «σιαλῶσαι ποικῖλαι»)] …   Dictionary of Greek

  • σμαράγδινος — η, ο / σμαράγδινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. κατασκευασμένος από σμάραγδο ή πεποικιλμένος με σμαράγδια 2. αυτός που έχει το βαθυπράσινο χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδένιος — α, ο, Ν 1. φτειαγμένος ή στολισμένος με σμάραγδο 2. αυτός που έχει το χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. ένιος (πρβλ. διαμαντ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδίζω — Α [σμάραγδος] έχω το πρασινωπό χρώμα τού σμαράγδου …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδόρουχα — τα, Ν ενδύματα που έχουν το βαθύ πράσινο χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + ρούχα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”